ξύνει

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ξύνει

  1. γ' ενικό οριστικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής του ρήματος ξύνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής ενεστώτα του ρήματος ξύνω
  3. θα ξύνει: γ' ενικό εξακολουθητικού μέλλοντα του ρήματος ξύνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.