ξύνει
Νέα ελληνικά
(el)
Ρηματικός τύπος
ξύνει
γ
'
ενικό
οριστικής
ενεστώτα
ενεργητικής
φωνής
του ρήματος
ξύνω
(
να, ας, αν, ίσως κλπ
)
γ' ενικό υποτακτικής ενεστώτα του ρήματος
ξύνω
θα ξύνει
:
γ' ενικό εξακολουθητικού μέλλοντα του ρήματος
ξύνω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.