ξυραφίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ksi.ɾaˈfi.zo.me/
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξυραφίζομαι | ξυραφιζόμουν(α) | θα ξυραφίζομαι | να ξυραφίζομαι | ||
| β' ενικ. | ξυραφίζεσαι | ξυραφιζόσουν(α) | θα ξυραφίζεσαι | να ξυραφίζεσαι | (ξυραφίζου) | |
| γ' ενικ. | ξυραφίζεται | ξυραφιζόταν(ε) | θα ξυραφίζεται | να ξυραφίζεται | ||
| α' πληθ. | ξυραφιζόμαστε | ξυραφιζόμαστε ξυραφιζόμασταν |
θα ξυραφιζόμαστε | να ξυραφιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | ξυραφίζεστε | ξυραφιζόσαστε ξυραφιζόσασταν |
θα ξυραφίζεστε | να ξυραφίζεστε | (ξυραφίζεστε) | |
| γ' πληθ. | ξυραφίζονται | ξυραφίζονταν ξυραφιζόντουσαν |
θα ξυραφίζονται | να ξυραφίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξυραφίστηκα | θα ξυραφιστώ | να ξυραφιστώ | ξυραφιστεί | ||
| β' ενικ. | ξυραφίστηκες | θα ξυραφιστείς | να ξυραφιστείς | ξυραφίσου | ||
| γ' ενικ. | ξυραφίστηκε | θα ξυραφιστεί | να ξυραφιστεί | |||
| α' πληθ. | ξυραφιστήκαμε | θα ξυραφιστούμε | να ξυραφιστούμε | |||
| β' πληθ. | ξυραφιστήκατε | θα ξυραφιστείτε | να ξυραφιστείτε | ξυραφιστείτε | ||
| γ' πληθ. | ξυραφίστηκαν ξυραφιστήκαν(ε) |
θα ξυραφιστούν(ε) | να ξυραφιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ξυραφιστεί | είχα ξυραφιστεί | θα έχω ξυραφιστεί | να έχω ξυραφιστεί | ξυραφισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ξυραφιστεί | είχες ξυραφιστεί | θα έχεις ξυραφιστεί | να έχεις ξυραφιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ξυραφιστεί | είχε ξυραφιστεί | θα έχει ξυραφιστεί | να έχει ξυραφιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξυραφιστεί | είχαμε ξυραφιστεί | θα έχουμε ξυραφιστεί | να έχουμε ξυραφιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ξυραφιστεί | είχατε ξυραφιστεί | θα έχετε ξυραφιστεί | να έχετε ξυραφιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξυραφιστεί | είχαν ξυραφιστεί | θα έχουν ξυραφιστεί | να έχουν ξυραφιστεί | ||
Μεταφράσεις
ξυραφίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.