ξου
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξου (επιφώνημα) < (ηχομιμητική λέξη)
- ξου (ουσιαστικό) < ξ
Επιφώνημα
ξου
- χρησιμοποιείται (συνήθως διπλό) για να διώξουμε κάποιον, άνθρωπο (αγενές) ή ζώο
- Φύγε από δω! Ξου ξου!
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.