ξεχύνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεχύνω < μεσαιωνική ελληνική ἐκχύνω < αρχαία ελληνική ἐκχέω

Ρήμα

ξεχύνω

  1. πλημμυρίζω με κάτι
    • ...Βλέπω τη θέληση της νύχτας να ξεχύνει τ' άστρα - Τη θέληση της μέρας να κορφολογάει τη γη (Οδυσσέας Ελύτης, Σώμα του καλοκαιριού)
  2. βγάζω από μέσα μου με ορμή
    • Ξανοίγει γλήγορο άλογο στήν άκρη από τον κάμπο. Γλυστράει στό χιόνι το στρωτό, σαν η αστραπή στά νέφια. Κ' ένα ψηλό χλημίντρισμα βολαίς-βολαίς ξεχύνει

 δείτε τη λέξη ξεχύνομαι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.