ξεσφραγίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεσφραγίζομαι | ξεσφραγιζόμουν(α) | θα ξεσφραγίζομαι | να ξεσφραγίζομαι | ξεσφραγιζόμενος | |
| β' ενικ. | ξεσφραγίζεσαι | ξεσφραγιζόσουν(α) | θα ξεσφραγίζεσαι | να ξεσφραγίζεσαι | (ξεσφραγίζου) | |
| γ' ενικ. | ξεσφραγίζεται | ξεσφραγιζόταν(ε) | θα ξεσφραγίζεται | να ξεσφραγίζεται | ||
| α' πληθ. | ξεσφραγιζόμαστε | ξεσφραγιζόμαστε ξεσφραγιζόμασταν |
θα ξεσφραγιζόμαστε | να ξεσφραγιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | ξεσφραγίζεστε | ξεσφραγιζόσαστε ξεσφραγιζόσασταν |
θα ξεσφραγίζεστε | να ξεσφραγίζεστε | (ξεσφραγίζεστε) | |
| γ' πληθ. | ξεσφραγίζονται | ξεσφραγίζονταν ξεσφραγιζόντουσαν |
θα ξεσφραγίζονται | να ξεσφραγίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεσφραγίστηκα | θα ξεσφραγιστώ | να ξεσφραγιστώ | ξεσφραγιστεί | ||
| β' ενικ. | ξεσφραγίστηκες | θα ξεσφραγιστείς | να ξεσφραγιστείς | ξεσφραγίσου | ||
| γ' ενικ. | ξεσφραγίστηκε | θα ξεσφραγιστεί | να ξεσφραγιστεί | |||
| α' πληθ. | ξεσφραγιστήκαμε | θα ξεσφραγιστούμε | να ξεσφραγιστούμε | |||
| β' πληθ. | ξεσφραγιστήκατε | θα ξεσφραγιστείτε | να ξεσφραγιστείτε | ξεσφραγιστείτε | ||
| γ' πληθ. | ξεσφραγίστηκαν ξεσφραγιστήκαν(ε) |
θα ξεσφραγιστούν(ε) | να ξεσφραγιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ξεσφραγιστεί | είχα ξεσφραγιστεί | θα έχω ξεσφραγιστεί | να έχω ξεσφραγιστεί | ξεσφραγισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ξεσφραγιστεί | είχες ξεσφραγιστεί | θα έχεις ξεσφραγιστεί | να έχεις ξεσφραγιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεσφραγιστεί | είχε ξεσφραγιστεί | θα έχει ξεσφραγιστεί | να έχει ξεσφραγιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεσφραγιστεί | είχαμε ξεσφραγιστεί | θα έχουμε ξεσφραγιστεί | να έχουμε ξεσφραγιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεσφραγιστεί | είχατε ξεσφραγιστεί | θα έχετε ξεσφραγιστεί | να έχετε ξεσφραγιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεσφραγιστεί | είχαν ξεσφραγιστεί | θα έχουν ξεσφραγιστεί | να έχουν ξεσφραγιστεί | ||
Μεταφράσεις
ξεσφραγίζομαι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.