ξεποδαριάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεποδαριάζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ξεποδαριάζω

  1. κουράζω κάποιον με την πεζοπορία
    ο καθηγητής γυμναστικής μας ξεποδάριασε σήμερα!

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.