ξεποδαριάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεποδαριάζω < → λείπει η ετυμολογία
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεποδαριάζω | ξεποδάριαζα | θα ξεποδαριάζω | να ξεποδαριάζω | ξεποδαριάζοντας | |
| β' ενικ. | ξεποδαριάζεις | ξεποδάριαζες | θα ξεποδαριάζεις | να ξεποδαριάζεις | ξεποδάριαζε | |
| γ' ενικ. | ξεποδαριάζει | ξεποδάριαζε | θα ξεποδαριάζει | να ξεποδαριάζει | ||
| α' πληθ. | ξεποδαριάζουμε | ξεποδαριάζαμε | θα ξεποδαριάζουμε | να ξεποδαριάζουμε | ||
| β' πληθ. | ξεποδαριάζετε | ξεποδαριάζατε | θα ξεποδαριάζετε | να ξεποδαριάζετε | ξεποδαριάζετε | |
| γ' πληθ. | ξεποδαριάζουν(ε) | ξεποδάριαζαν ξεποδαριάζαν(ε) |
θα ξεποδαριάζουν(ε) | να ξεποδαριάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεποδάριασα | θα ξεποδαριάσω | να ξεποδαριάσω | ξεποδαριάσει | ||
| β' ενικ. | ξεποδάριασες | θα ξεποδαριάσεις | να ξεποδαριάσεις | ξεποδάριασε | ||
| γ' ενικ. | ξεποδάριασε | θα ξεποδαριάσει | να ξεποδαριάσει | |||
| α' πληθ. | ξεποδαριάσαμε | θα ξεποδαριάσουμε | να ξεποδαριάσουμε | |||
| β' πληθ. | ξεποδαριάσατε | θα ξεποδαριάσετε | να ξεποδαριάσετε | ξεποδαριάστε | ||
| γ' πληθ. | ξεποδάριασαν ξεποδαριάσαν(ε) |
θα ξεποδαριάσουν(ε) | να ξεποδαριάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξεποδαριάσει | είχα ξεποδαριάσει | θα έχω ξεποδαριάσει | να έχω ξεποδαριάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξεποδαριάσει | είχες ξεποδαριάσει | θα έχεις ξεποδαριάσει | να έχεις ξεποδαριάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεποδαριάσει | είχε ξεποδαριάσει | θα έχει ξεποδαριάσει | να έχει ξεποδαριάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεποδαριάσει | είχαμε ξεποδαριάσει | θα έχουμε ξεποδαριάσει | να έχουμε ξεποδαριάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεποδαριάσει | είχατε ξεποδαριάσει | θα έχετε ξεποδαριάσει | να έχετε ξεποδαριάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεποδαριάσει | είχαν ξεποδαριάσει | θα έχουν ξεποδαριάσει | να έχουν ξεποδαριάσει |
| |
Μεταφράσεις
ξεποδαριάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.