ξεπαραδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- ξεπαραδιάζομαι
- ξεπαράδιασμα
- ξεπαραδιασμένος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεπαραδιάζω | ξεπαράδιαζα | θα ξεπαραδιάζω | να ξεπαραδιάζω | ξεπαραδιάζοντας | |
| β' ενικ. | ξεπαραδιάζεις | ξεπαράδιαζες | θα ξεπαραδιάζεις | να ξεπαραδιάζεις | ξεπαράδιαζε | |
| γ' ενικ. | ξεπαραδιάζει | ξεπαράδιαζε | θα ξεπαραδιάζει | να ξεπαραδιάζει | ||
| α' πληθ. | ξεπαραδιάζουμε | ξεπαραδιάζαμε | θα ξεπαραδιάζουμε | να ξεπαραδιάζουμε | ||
| β' πληθ. | ξεπαραδιάζετε | ξεπαραδιάζατε | θα ξεπαραδιάζετε | να ξεπαραδιάζετε | ξεπαραδιάζετε | |
| γ' πληθ. | ξεπαραδιάζουν(ε) | ξεπαράδιαζαν ξεπαραδιάζαν(ε) |
θα ξεπαραδιάζουν(ε) | να ξεπαραδιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεπαράδιασα | θα ξεπαραδιάσω | να ξεπαραδιάσω | ξεπαραδιάσει | ||
| β' ενικ. | ξεπαράδιασες | θα ξεπαραδιάσεις | να ξεπαραδιάσεις | ξεπαράδιασε | ||
| γ' ενικ. | ξεπαράδιασε | θα ξεπαραδιάσει | να ξεπαραδιάσει | |||
| α' πληθ. | ξεπαραδιάσαμε | θα ξεπαραδιάσουμε | να ξεπαραδιάσουμε | |||
| β' πληθ. | ξεπαραδιάσατε | θα ξεπαραδιάσετε | να ξεπαραδιάσετε | ξεπαραδιάστε | ||
| γ' πληθ. | ξεπαράδιασαν ξεπαραδιάσαν(ε) |
θα ξεπαραδιάσουν(ε) | να ξεπαραδιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξεπαραδιάσει | είχα ξεπαραδιάσει | θα έχω ξεπαραδιάσει | να έχω ξεπαραδιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξεπαραδιάσει | είχες ξεπαραδιάσει | θα έχεις ξεπαραδιάσει | να έχεις ξεπαραδιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεπαραδιάσει | είχε ξεπαραδιάσει | θα έχει ξεπαραδιάσει | να έχει ξεπαραδιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεπαραδιάσει | είχαμε ξεπαραδιάσει | θα έχουμε ξεπαραδιάσει | να έχουμε ξεπαραδιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεπαραδιάσει | είχατε ξεπαραδιάσει | θα έχετε ξεπαραδιάσει | να έχετε ξεπαραδιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεπαραδιάσει | είχαν ξεπαραδιάσει | θα έχουν ξεπαραδιάσει | να έχουν ξεπαραδιάσει |
| |
Μεταφράσεις
ξεπαραδιάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.