ξενυχτώ
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
| Αρχικοί Χρόνοι | Ενεργητική Φωνή |
|---|---|
| Ενεστώτας | ξενυχτώ και ξενυχτάω |
| Παρατατικός | ξενυχτούσα |
| Μέλλοντας Στ. και Διαρ. | θα ξενυχτήσω - θα ξενυχτώ |
| Αόριστος | ξενύχτησα |
| Παρακείμενος | έχω ξενυχτήσει |
| Υπερσυντέλικος | είχα ξενυχτήσει |
| Μετοχή | ξενυχτώντας |
Σημειώσεις
Μεταφράσεις
ξενυχτώ
|
→ δείτε τη λέξη ξενυχτίζω |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.