ξενηλατέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ξενηλατέω < ξένος + ἐλαύνω

Ουσιαστικό

ξενηλατέω-ξενηλατῶ

  1. διώχνω τους ξένους, αυτούς που έχουν άλλη πατρίδα
  2. (μεταγενέστερο) εξορίζω πολίτες
    ...μετὰ τιμωρίας ἀπέθνησκον, οἱ δὲ διαφυγόντες ἐκ πάσης ἐξενηλατοῦντο τῆς Ἑλλάδος : {όσοι μέμφονταν τη βασιλική οικογένεια των Μακεδόνων )σκοτώνονταν σκληρά και όσοι ξέφευγαν εξορίζονταν από όλα τα μέρη της Ελλάδας

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.