ξεκωλιάρα
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ξεκωλιάρα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ξεκωλιάρης
- (υβριστικό) γυναίκα με πολλούς σεξουαλικούς συντρόφους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.