νυν και αεί

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

νυν και αεί < (ελληνιστική κοινή) νῦν και ἀεὶ σε μονοτονική γραφή,

 δείτε τις λέξεις νῦν και ἀεὶ

Έκφραση

νυν και αεί

  1. (θρησκεία) ως χρονικός προσδιορισμός ομολογίας της δόξας του τριαδικού θεού, της Αγίας Τριάδος (*).
  2. για κάτι που συμβαίνει και που προβλέπεται να μείνει διαχρονικό
  3. (σκωπτικά) για κάτι άσχημο, ή παράνομο, ή ανήθικο κ.λπ. που υφίσταται και του οποίου η αποκατάσταση είναι απροσδιόριστη χρονικά.

Σημειώσεις

* πρόκειται για βασική φράση του τρισάγιου, που ψάλλεται στις διάφορες χριστιανικές λειτουργίες
* επίσης φέρεται περιφραστικά στην επιστολή Ιούδα (1:25) "μόνῳ σοφῷ Θεῷ σωτῆρι ἡμῶν, δόξα καὶ μεγαλωσύνη, κράτος καὶ ἐξουσία καὶ νῦν καὶ εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν"

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.