ντυθούν
Νέα ελληνικά
(el)
Ρηματικός τύπος
ντυθούν
(
να, ας, αν, ίσως κλπ
)
γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος
ντύνομαι
θα ντυθούν
:
γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος
ντύνομαι
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.