ντιζάινερ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ντιζάινερ < αγγλική design < designer

Ουσιαστικό

ντιζάινερ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  • (επάγγελμα) αυτός που έχει σαν επάγγελμα το ντιζάιν

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.