ντα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ντα < λείπει η ετυμολογία

Επιφώνημα

ντα και νταντά ουδέτερο

Εκφράσεις

  • κάνω ντα: δέρνω, βαρώ ξυλιές, ξυλιάζω, τις βρέχω (σε κάποιον)
  • θα σε κάνω ντα: απειλή χειροδικίας ή διευκρίνιση πριν την χειροδικία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.