ντάλα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ντάλα < (άμεσο δάνειο) τουρκική dal (σκέτο, γυμνό) + -α[1]
Ουσιαστικό
ντάλα θηλυκό
- η μέση, το αποκορύφωμα ζεστής μέρας ή περιόδου
- ※ δουλειά δεν είχε και δουλειά πήγε και μας σκάρωσε μες στη ντάλα του καλοκαιριού (Μενέλαος Λουντέμης, Συννεφιάζει)
Σημειώσεις
- χρησιμοποιείται μόνο στις εκφράσεις ντάλα μεσημέρι, ντάλα ήλιος και ντάλα του καλοκαιριού
Αναφορές
- ντάλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.