νηματοποιήσεως
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
νηματοποιήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του νηματοποίηση
- εναλλακτικά: νηματοποίησης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.