νεώριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
νεώριον ουδέτερο
- χώρος ελλιμενισμού και φροντίδας των πλοίων
- νεώριον· λιμήν (⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Ν)
Συνώνυμα
Πηγές
- νεώριον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νεώριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.