νεσεσέρ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

νεσεσέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική nécessaire

Ουσιαστικό

νεσεσέρ ουδέτερο άκλιτο

  • μικρή θήκη ή τσάντα που έχει λίγα (απαραίτητα) αντικείμενα, συνήθως καλλυντικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.