νεολαιίστικο
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
νεολαιίστικο
- αιτιατική ενικού του νεολαιίστικος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του νεολαιίστικος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.