ναυτίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

ναυτίς < ναύτ(ης) + -ίς

Ουσιαστικό

ναυτίς θηλυκό του ναύτης

  • (ναυτικός όρος) γυναίκα μέλος του πληρώματος πλοίου (Θεόπομπος ο Αθηναίος (Theopompus Comicus) Θεόπομπος Κωμικός, 79)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.