ναυλωμένο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος μετοχής

ναυλωμένο

  1. αιτιατική ενικού του ναυλωμένος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ναυλωμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.