νέκυς
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
νέκυς, γενική: νέκυος, αρσενικό
Συγγενικά
Σύνθετα
- νεκυαγωγή
- νεκυαγωγός
- νεκυάμβατος
- νεκυδαίμων
- νεκύδαλος
- νεκυηγός
- νεκυηδόν
- νεκυηπόλος
- νέκυια
- νεκυϊκός
- νεκυϊσμός
- νεκυοδαίμων
- νεκυομαντεία
- νεκυομαντεῖον
- νεκυομαντικός
- νεκυόμαντις
- νεκυοπομπός
- νεκυοστόλος
- νεκύσια
- Νεκύσιος
- νεκυσσόος
- νεκυώριον
- δωρικός τύπος : νέκυρ
Αναφορές
Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.