μπουνατσάρει
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μπουνατσάρει < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
μπουνατσάρει
- (απρόσωπο ρήμα) φτιάχνει ο καιρός, βελτιώνεται, γίνεται μπουνάτσα (λέγεται κυρίως για τον καιρό στη θάλασσα)
Μεταφράσεις
μπουνατσάρει
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.