μπουζ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μπουζ < άμεσο δάνειο από την τουρκική buz [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /buz/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπουζ
Μεταφράσεις
μπουζ
|
→ δείτε τη λέξη μπούζι |
Αναφορές
- Αγγελική Ράλλη, Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου (Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ], 2017, ISBN 978-960-9789-06-6), σ. 207.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.