μποτάρομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
μποτάρομαι
- (διαδικτυακή αργκό, νεολογισμός, ανεπίσημο, πληροφορική) παθητική φωνή του ρήματος μποτάρω
Μεταφράσεις
μποτάρομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.