μπασταρδεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μπασταρδεύω < μπάσταρδος
Ρήμα
μπασταρδεύω
- (μεταβατικό) νοθεύω
- τώρα τελευταία έχουν μπασταρδέψει και τον καφέ
- (αμετάβατο) αλλάζω χαρακτήρα προς το χειρότερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.