μουσταρδί
Νέα ελληνικά
(el)
Επιφάνεια βαμμένη με
μουσταρδί
χρώμα.
Ετυμολογία
μουσταρδί
<
μουστάρδ(α)
+
-ί
Ουσιαστικό
μουσταρδί
ουδέτερο
,
άκλιτο
(
χρώμα
)
το
χρώμα
της
μουστάρδας
(«
θαμπό
», βαθύ
κίτρινο
)
Μεταφράσεις
μουσταρδί
αγγλικά
:
mustard
(en)
(
colour
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.