μουσικό πριόνι
Νέα ελληνικά (el)

παίκτης ενός μουσικού πριονιού
Πολυλεκτικός όρος
μουσικό πριόνι ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) είδος μουσικού οργάνου που αποτελείται από ένα μεταλλικό έλασμα που ο οργανοπαίκτης κάνει πάλλεται χάρη σε ένα δοξάρι
Μεταφράσεις
μουσικό πριόνι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.