μουρφιά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μουρφιά < ομορφιά

Προφορά

ΔΦΑ : /murˈfʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μουρφιά

Επιφώνημα

μουρφιά

Πηγές

  • Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 194.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.