μορμύρω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μορμύρω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

μορμύρω

  1. (για νερά που ρέουν) κελαρύζω
  2. (για τη θάλασσα) παφλάζω
  3. (γενικότερα) μουρμουρίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.