μνηστεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μνηστεύω < αρχαία ελληνική μνηστεύω

Ρήμα

μνηστεύω

  • αρραβωνιάζω, υπόσχομαι να δώσω ως σύζυγο συγγενικό μου πρόσωπο

Σημειώσεις

Συνηθέστερο στην παθητική φωνή, μνηστεύομαι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.