μιούζικαλ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μιούζικαλ < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική musical < μεσαιωνική λατινική musicalis < λατινική musica < αρχαία ελληνική μουσική < μουσικός < μοῦσα
Ουσιαστικό
μιούζικαλ ουδέτερο άκλιτο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.