μικροεγκληματίας
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- μικροεγκληματίας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
μικροεγκληματίας αρσενικό
- μικροαπατεώνας, εμπλεκόμενος σε μικρής σημασίας αδίκημα (π.χ. μικροκλοπή)
Μεταφράσεις
μικροεγκληματίας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.