μικρασιάτικο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μικρασιάτικο

  1. αιτιατική ενικού του μικρασιάτικος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του μικρασιάτικος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.