μηχανοργανώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μηχανοργανώνομαι | μηχανοργανωνόμουν(α) | θα μηχανοργανώνομαι | να μηχανοργανώνομαι | ||
| β' ενικ. | μηχανοργανώνεσαι | μηχανοργανωνόσουν(α) | θα μηχανοργανώνεσαι | να μηχανοργανώνεσαι | (μηχανοργανώνου) | |
| γ' ενικ. | μηχανοργανώνεται | μηχανοργανωνόταν(ε) | θα μηχανοργανώνεται | να μηχανοργανώνεται | ||
| α' πληθ. | μηχανοργανωνόμαστε | μηχανοργανωνόμαστε μηχανοργανωνόμασταν |
θα μηχανοργανωνόμαστε | να μηχανοργανωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | μηχανοργανώνεστε | μηχανοργανωνόσαστε μηχανοργανωνόσασταν |
θα μηχανοργανώνεστε | να μηχανοργανώνεστε | (μηχανοργανώνεστε) | |
| γ' πληθ. | μηχανοργανώνονται | μηχανοργανώνονταν μηχανοργανωνόντουσαν |
θα μηχανοργανώνονται | να μηχανοργανώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μηχανοργανώθηκα | θα μηχανοργανωθώ | να μηχανοργανωθώ | μηχανοργανωθεί | ||
| β' ενικ. | μηχανοργανώθηκες | θα μηχανοργανωθείς | να μηχανοργανωθείς | μηχανοργανώσου | ||
| γ' ενικ. | μηχανοργανώθηκε | θα μηχανοργανωθεί | να μηχανοργανωθεί | |||
| α' πληθ. | μηχανοργανωθήκαμε | θα μηχανοργανωθούμε | να μηχανοργανωθούμε | |||
| β' πληθ. | μηχανοργανωθήκατε | θα μηχανοργανωθείτε | να μηχανοργανωθείτε | μηχανοργανωθείτε | ||
| γ' πληθ. | μηχανοργανώθηκαν μηχανοργανωθήκαν(ε) |
θα μηχανοργανωθούν(ε) | να μηχανοργανωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω μηχανοργανωθεί | είχα μηχανοργανωθεί | θα έχω μηχανοργανωθεί | να έχω μηχανοργανωθεί | μηχανοργανωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις μηχανοργανωθεί | είχες μηχανοργανωθεί | θα έχεις μηχανοργανωθεί | να έχεις μηχανοργανωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει μηχανοργανωθεί | είχε μηχανοργανωθεί | θα έχει μηχανοργανωθεί | να έχει μηχανοργανωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε μηχανοργανωθεί | είχαμε μηχανοργανωθεί | θα έχουμε μηχανοργανωθεί | να έχουμε μηχανοργανωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε μηχανοργανωθεί | είχατε μηχανοργανωθεί | θα έχετε μηχανοργανωθεί | να έχετε μηχανοργανωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν μηχανοργανωθεί | είχαν μηχανοργανωθεί | θα έχουν μηχανοργανωθεί | να έχουν μηχανοργανωθεί | ||
Μεταφράσεις
μηχανοργανώνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.