μετωπηδόν

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μετωπηδόν < μέτωπ(ον) + -ηδόν

Επίρρημα

μετωπηδόν

  • (ναυτικός όρος) για πλοία σε γραμμή παράταξης, προς τα μπρος
     αντώνυμα: ἐπὶ κέρως (σε κολόνα)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.