μετεωροσκοπώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μετεωροσκοπώ < ελληνιστική κοινή μετεωροσκοπέω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μετεωροσκοπώ | μετεωροσκοπούσα | θα μετεωροσκοπώ | να μετεωροσκοπώ | μετεωροσκοπώντας | |
| β' ενικ. | μετεωροσκοπείς | μετεωροσκοπούσες | θα μετεωροσκοπείς | να μετεωροσκοπείς | (μετεωροσκόπει) | |
| γ' ενικ. | μετεωροσκοπεί | μετεωροσκοπούσε | θα μετεωροσκοπεί | να μετεωροσκοπεί | ||
| α' πληθ. | μετεωροσκοπούμε | μετεωροσκοπούσαμε | θα μετεωροσκοπούμε | να μετεωροσκοπούμε | ||
| β' πληθ. | μετεωροσκοπείτε | μετεωροσκοπούσατε | θα μετεωροσκοπείτε | να μετεωροσκοπείτε | μετεωροσκοπείτε | |
| γ' πληθ. | μετεωροσκοπούν(ε) | μετεωροσκοπούσαν(ε) | θα μετεωροσκοπούν(ε) | να μετεωροσκοπούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μετεωροσκόπησα | θα μετεωροσκοπήσω | να μετεωροσκοπήσω | μετεωροσκοπήσει | ||
| β' ενικ. | μετεωροσκόπησες | θα μετεωροσκοπήσεις | να μετεωροσκοπήσεις | μετεωροσκόπησε | ||
| γ' ενικ. | μετεωροσκόπησε | θα μετεωροσκοπήσει | να μετεωροσκοπήσει | |||
| α' πληθ. | μετεωροσκοπήσαμε | θα μετεωροσκοπήσουμε | να μετεωροσκοπήσουμε | |||
| β' πληθ. | μετεωροσκοπήσατε | θα μετεωροσκοπήσετε | να μετεωροσκοπήσετε | μετεωροσκοπήστε | ||
| γ' πληθ. | μετεωροσκόπησαν μετεωροσκοπήσαν(ε) |
θα μετεωροσκοπήσουν(ε) | να μετεωροσκοπήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μετεωροσκοπήσει | είχα μετεωροσκοπήσει | θα έχω μετεωροσκοπήσει | να έχω μετεωροσκοπήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μετεωροσκοπήσει | είχες μετεωροσκοπήσει | θα έχεις μετεωροσκοπήσει | να έχεις μετεωροσκοπήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μετεωροσκοπήσει | είχε μετεωροσκοπήσει | θα έχει μετεωροσκοπήσει | να έχει μετεωροσκοπήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μετεωροσκοπήσει | είχαμε μετεωροσκοπήσει | θα έχουμε μετεωροσκοπήσει | να έχουμε μετεωροσκοπήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μετεωροσκοπήσει | είχατε μετεωροσκοπήσει | θα έχετε μετεωροσκοπήσει | να έχετε μετεωροσκοπήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μετεωροσκοπήσει | είχαν μετεωροσκοπήσει | θα έχουν μετεωροσκοπήσει | να έχουν μετεωροσκοπήσει |
| |
Μεταφράσεις
μετεωροσκοπώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.