μεταρρυθμισμένων
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
μεταρρυθμισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του μεταρρυθμισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του μεταρρυθμισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μεταρρυθμισμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.