μετέωρων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μετέωρων

  1. γενική πληθυντικού του μετέωρος
  2. γενική πληθυντικού του μετέωρη
  3. γενική πληθυντικού του μετέωρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.