μεσονυχτίς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μεσονυχτίς < μέσος + -ο- + νύχτα + -ίς

Επίρρημα

μεσονυχτίς

  1. μεσάνυχτα
  2. στη μέση της νύχτας
    Τρελὸς μουσώνας ράγισε μεσονυχτὶς τὰ ρέλια. (Νίκος Καββαδίας, Μουσώνας)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.