μεσημεριάζει

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μεσημεριάζει < (τριτοπρόσωπο ρήμα) μεσημεριάζω

Ρήμα

μεσημεριάζει , πρτ.: μεσημέριαζε, στ.μέλλ.: θα μεσημεριάσει, αόρ.: μεσημέριασε

Μεταφράσεις

Ρηματικός τύπος

μεσημεριάζει

  • γ' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος μεσημεριάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.