μερικών
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
μερικών
- αρσενικό γενική πληθυντικού του μερικοί
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του μερικοί
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μερικοί
Κλιτικός τύπος επιθέτου
μερικών
- γενική πληθυντικού του μερικός
- γενική πληθυντικού του μερική
- γενική πληθυντικού του μερικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.