μεγ-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μεγ- < μεγα- πριν από άλφα < α > [a] σύνθετες λέξεις που δηλώνουν μονάδα μέτρησης

Πρόθημα

μεγ-

  • άλλη μορφή του μεγα-
    μεγαμπέρ

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα μεγ- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα μεγα- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα μεγά- στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.