μασγίδιον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

μασγίδιον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μασγίδιον ουδέτερο

  • ισμαγίδιον
  • ισμαΐδι
  • ισμαΐδιον
  • μασγίδα
  • μασγίδιν
  • μασγιδίον
  • μοσγίτιν
  • σμαγίδα
  • σμαΐδα
  • σμαγίδιν
  • σμαΐδι

Συνώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.