μαρμάρινου

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /maɾˈma.ɾi.nu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαρμάρινου

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μαρμάρινου αρσενικό ή ουδέτερο

  1. γενική ενικού, αρσενικού γένους του μαρμάρινος
  2. γενική ενικού, ουδέτερου γένους (μαρμάρινο) του μαρμάρινος

Παρώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.