μαλακώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μαλακώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος μαλακώνω

Ρήμα

μαλακώνομαι

  • (για κρεατικά και ψαρικά) μένω σε θερμοκρασία δωματίου και μαλακώνω

Κλίση

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.