μαλίνκε

Νέα ελληνικά (el)

Ουσιαστικό

μαλίνκε ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο

  • (γλώσσα) που μιλιέται στη Γουϊνέα και άλλες χώρες της δυτικής Αφρικής: δυτική μαλίνκε, ανατολική μαλίνκε

Σημειώσεις

  • κωδικός γλώσσας: δυτική μαλίνκε: mlq

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.