μακρύτερο
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
μακρύτερο
- αιτιατική ενικού του μακρύτερος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του μακρύτερος
- (σκωπτικά) το πέος - απ' τα τρία το μακρύτερο, φάγαμε το μακρύτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.