μίνθος
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- μίνθος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
μίνθος, -ου θηλυκό
- (βοτανική) άλλη μορφή του μίνθη
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 9, 67 @scaife.perseus, @el.wikisource
- ὀσμὴ σεμνὴ μυκτῆρα δονεῖ
λιβάνου, μάρου, σμύρνης, καλάμου,
στύρακος, βάρου,
λίνδου, κίνδου, κισθοῦ, μίνθου·- ΣτΕ: Απόσπασμα από την κωμωδία Ἱπποτρόφος του Μνησίμαχου.
- ὀσμὴ σεμνὴ μυκτῆρα δονεῖ
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 9, 67 @scaife.perseus, @el.wikisource
Συγγενικά
- μινθόω
Πηγές
- μίνθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μίνθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.