μή τι πάσχω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Έκφραση
μή τι πάσχω
- (με αρνητική σημασία) από φόβο μην πάθω κάποιο κακό, μη τυχόν πάθω τίποτε κακό
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 567 (565-567)
- τὸν δ᾽ ἴδεν Ἀντίλοχος, μεγαθύμου Νέστορος υἱός, | βῆ δὲ διὰ προμάχων· περὶ γὰρ δίε ποιμένι λαῶν, | μή τι πάθοι, μέγα δέ σφας ἀποσφήλειε πόνοιο.
- τον είδ᾽ ο Αντίλοχος, υιός του Νέστορος γενναίου, | και στους προμάχους πρόβαλε φοβούμενος μη πάθει | ο βασιλέας και πολύ τους βλάψει τον αγώνα·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- τὸν δ᾽ ἴδεν Ἀντίλοχος, μεγαθύμου Νέστορος υἱός, | βῆ δὲ διὰ προμάχων· περὶ γὰρ δίε ποιμένι λαῶν, | μή τι πάθοι, μέγα δέ σφας ἀποσφήλειε πόνοιο.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 596 (595-596)
- αὐτὸν μὲν σὲ πρῶτα σάω, καὶ φράζεο θυμῷ | μή τι πάθῃς·
- Κοίταξε πρώτα να σωθείς εσύ· σκέψου καλά | μην πάθεις τίποτε·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- αὐτὸν μὲν σὲ πρῶτα σάω, καὶ φράζεο θυμῷ | μή τι πάθῃς·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατὰ Φιλίππου γ′, 20
- ἀλλ᾽ ἐπαμῦναι μὲν τούτοις, καὶ διατηρῆσαι μή τι πάθωσι,
- [φρονώ] βέβαια ότι επιβάλλεται να τους βοηθήσετε και συνεχώς να προσέχετε μην πάθουν τίποτε·
- Μετάφραση (2004): Α.Ι. Γιαγκόπουλος - Μ. Αραποπούλου, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ ἐπαμῦναι μὲν τούτοις, καὶ διατηρῆσαι μή τι πάθωσι,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 567 (565-567)
Πηγές
- πάσχω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πάσχω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.